ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟ, ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Η περίπτωση του Χρήστου Βακαλόπουλου (ανάλογη και διαφορετική ταυτόχρονα με εκείνη του Δημήτρη Μορτόγια, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης) προκαλεί μία ανεπαίσθητη μελαγχολία, που δεν οφείλεται μόνο στον πρόωρο θάνατό του κι οι σκέψεις αυτές, δέκα χρόνια μετά, δεν επιτελούν κανένα σκοπό, αφιερωματικό ή επικαιρικό, αλλά, κυρίως, αναφέρονται φευγαλέα σε όσα «άφησε» πίσω του: τέσσερα πεζογραφικά, ένα κινηματογραφικό δοκίμιο, δύο συνεργασίες σε σενάρια, δύο ταινίες μικρού μήκους, ραδιοφωνικές εκπομπές και μια σειρά άρθρων, που δημοσιεύτηκαν στον τύπο (ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, ΑΥΓΗ και ΑΝΤΙ, κυρίως) και εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του.

Τα κείμενά του στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» απέπνεαν κάτι από την απ” τη θαμπάδα των τζαμιών ενός Cafe, στο βροχερό Παρίσι, με Gauloise και φλιπεράκι, εύστοχα και τεχνικά, σαν ρεβέρ με την αριστερή ρακέτα. Μία διακριτική, σημειολογική προσέγγιση, χωρίς εκζήτηση, σε μία διαρκή αναζήτηση, με φαινομενολογικές πινελιές, των δυσδιάκριτων ορίων ανάμεσα στην εικόνα του κινηματογράφου και τον κινηματογράφο της εικόνας, με γαλλικές αναφορές, όχι τόσο για να πιστοποιήσουν τα διαβάσματα όσο για να επιβεβαιώσουν τη μνήμη, τον χρόνο, (τον χαμένο και τον κερδισμένο (;), τον πραγματικό και τον αφηγηματικό, τον υποκειμενικό και τον αντικειμενικό, κυρίως τον παραπάνω χρόνο που αναζητούμε στη ζωή), αλλά και τον τόπο, που περιβάλλει (και περιβάλλεται από) τον χρόνο, την Αθήνα, το Παρίσι, την Πάτμο, όπου γεννήθηκε η πρώτη σκέψη του δοκιμίου, εκείνο το «σπίρτο στο τραπέζι [που] πήρε μόνο του φωτιά» και πυροδότησε το χαρτί, «οργανώνοντας το χάος».

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος ήταν ένα «παιδί μιας εποχής», ευλογημένης και ταυτόχρονα παρανοημένης. Ενηλικιώθηκε μες στη Χούντα, ανάμεσα στις κυριακάτικες ραδιοφωνικές περιγραφές (που, αργότερα, τις «αναμετέδιδε» και ο ίδιος, όπως αναφέρει ο Κωστής Παπαγιώργης) και τα σχολικά πάρτι, πολιτικοποιήθηκε με τη Μεταπολίτευση, ανδρώθηκε στην «Αλλαγή», χωρίς να προλάβει να ωριμάσει, στο ενδιάμεσο μετοίκησε για λίγο στην Εσπερία. Η «Ελλάδα της χούντας» είχε δύο εκδοχές (ασπρόμαυρη και έγχρωμη, σαν τον κινηματογράφο) και δύο όψεις: εκείνη τη σκληρή, που αποτυπώνεται στο «μαύρο γυαλί, δίχως πρόσωπο» των Συνταγματαρχών, σε δημόσιες εμφανίσεις, αλλά και στα σκίτσα, που δεν αναπαριστούσαν, αλλά μαρτυρούσαν τα βασανιστήρια, στο οπισθόφυλλο του δίσκου «Τα τραγούδια του αγώνα», στη γαλλική, πρώτη («παράνομη») κυκλοφορία του, και εκείνη τη μαλ(θ)ακή, ενός ελληνικού καλοκαιριού (χρόνια μετά τον πρώιμο θάνατό του, από την εποχή του Λακαρριέρ), όπως το γνωρίσαμε στα «Κορίτσια στον ήλιο» ή την «Επιχείρηση Απόλλων» (με μουσική Μαρκόπουλου). Ο ίδιος το αποτυπώνει χαρακτηριστικά στην «Πολυτέλεια και φαντασία»: Καμιά εμπορευματοποιημένη νοσταλγία δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι γύρω στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα η ελληνική κοινωνία γνώρισε μια στιγμιαία λάμψη που φώτισε ένα αίτημα ζωής κι όχι ακριβώς διαμαρτυρίας όπως συνέβη την ίδια εποχή στον “προηγμένο” δυτικό κόσμο. Η χούντα ανέλαβε να μαντρώσει αυτό το αίτημα κι η μεταπολίτευση ανέλαβε να το εξαφανίσει δίνοντάς του καταναλωτικές διαστάσεις, ψιθυρίζοντάς του στο αυτί ότι, αφού συνέπεσε χρονικά με το ευρωπαϊκό κίνημα διαμαρτυρίας, έπρεπε να το ακολουθήσει μέχρι τέλους, μέχρι το γιαπισμό.

Η αριστερά κράτησε, προς όφελός της, τη διαμαρτυρία, όχι το αίτημα ζωής, και το μετέφερε με τη συνέπεια «ζηλωτή» στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους: σήμερα, η αριστερά εξ ολοκλήρου (στο «Ας κρατήσει η ροή», τα ήλεγχε κατά το ήμισυ, το δικό της και των μέσων) έχει πλέον απεριόριστο χρόνο, στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, να επιβάλλει, να προσδιορίζει και να διαχειρίζεται αυτόν τον χρόνο. Ο Βακαλόπουλος, σαν τόσους, μεγάλωσε στα άγουρα χρόνια μιας κοινωνίας (και μιας πόλης) με φόντο τον «αναγεννώμενο Φοίνικα με τον στρατιώτη» (ένας τέτοιος, σε γιγάντιες διαστάσεις, φώτιζε τα βράδια την παραλία της Γλυφάδας, απέναντι στα δημοτικά περίπτερα, και αποκαθηλώθηκε τις πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης, οι άλλοι είχαν γίνει γραμματόσημο και σπιρτόκουτο), συνειδητοποιώντας ό,τι οι περισσότεροι απέκρυβαν επιμελώς, ότι δηλαδή «κανένα φάντασμα ανανεωμένης Δεξιάς ή μεγάλης Αριστεράς δεν πρόκειται να μάς σώσει».

Οι αξία των δημοσιευμάτων αυτών, που επιμελήθηκε ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, παρουσιάζοντας τα κείμενα που «σύναξε στοργικά, μαζί με αρκετές συνεντεύξεις» ο πατέρας του, κ. Γεώργιος Βακαλόπουλος, που αργότερα θα «συντάξει» και το βιογραφικό, καθώς και ένα «χρονολόγιο», δεν έγκειται τόσο στις καίριες επισημάνσεις ενός ανεξάρτητου πνεύματος, όσο στις διαψεύσεις του αναφορικά με αυτές τις επισημάνσεις, κι αυτό καθιστά ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την «υπόθεση “Από το χάος στο χαρτί'». Είναι αυτές οι «διαψεύσεις», μικρές, σαν τις αψιμαχίες που κρίνουν την έκβαση της μάχης, που κι αυτή, με τη σειρά της, κρίνει τον πόλεμο, που διεξάγεται στις σκέψεις και τα γραπτά του Χρήστου Βακαλόπουλου, κι είναι αυτή η απουσία του που καθιστά ακόμα πιο ενδιαφέρουσες αυτές τις σκέψεις, που διατηρούν την ενάργεια ενός μαχόμενου πνεύματος, το οποίο διεμβολίζει τη δημοσιογραφία μιας κοινωνίας σε διαρκή μετάβαση, καθώς αναβάλλει μονίμως, σε αντίστροφη τώρα φορά από εκείνη που διαβλέπει, σωστά, ο Βακαλόπουλος, «από τον ολοκληρωτισμό στην ολοκλήρωση». Για παράδειγμα, σωστά προέβλεψε την «βιομηχανική αναπαραγωγή» δημοσιογράφων στο στυλ του Χατζηνικολάου, διαψεύστηκε, όμως, στην άποψή του για την (πρόωρα χαμένη) Μαλβίνα ή τον Μητσικώστα, σωστά διέκρινε, στο «Εφημερίδα είναι μόνο μία», το «μεγάλο σταυρόλεξο» του ταμπλόιντ, τα δομικά χαρακτηριστικά ενός τύπου, που δεν έγραψε όσα σκόπιμα έμειναν στην αφάνεια («κανείς δεν έγραψε για το ροκ το ’74, όπως κανείς δεν ασχολείται σήμερα με τους δεκαεφτάχρονους, κανείς δεν έγραψε για την κρίση της πολιτικοποίησης το 1977, όπως κανείς δεν ασχολείται το 1984 με την εισβολή της τεχνολογίας», σημείωνε στο «Αντί»), αλλά αστόχησε στη διαπίστωση ότι αυτές φοβούνται τις συνεντεύξεις ή δημοσιεύουν παρωδίες συνεντεύξεων, αφού σήμερα κυριαρχούν πλέον η «βιομηχανία των συνεντεύξεων», το λιβανιστήρι του «πολιτισμού των πολιτισμών» και οι κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι, για να μην αναφερθούμε στον Σαββόπουλο μετά τα Τραπεζάκια έξω.

Τα κείμενά του Χρήστου Βακαλόπουλου δεν έγιναν «έγιναν “υπόθεση μπεστ σέλερ», οι εκπομπές και οι μουσικές επιλογές του παραμένουν άγνωστες στoυς δεκαεφτάχρονους, οι τηλεοπτικές του κριτικές δεν άφησαν ίχνη σ” αυτό το «τοπίο μες στην ομίχλη». Η μοίρα των συγκεντρωμένων δημοσιευμάτων είναι λίγο-πολύ ίδια, χωρίς εξαιρέσεις: μία ασύμπτωτη πορεία, ένας «χαμένος χρόνος» χωρίς αναζήτηση. Όσοι τα διάβασαν στην πρώτη μορφή, του εφημεριδογραφήματος, τα συγκρατούν στις αναμνήσεις τους και τα κρατούν, αργότερα, φυλακισμένα στα ράφια της βιβλιοθήκης τους, κι όσοι τα γνώρισαν το πρώτον στη μορφή βιβλίου, έχουν χάσει εξ ορισμού την επαφή στο τυπωμένο χαρτί, άρα και την «αύρα της εποχής».

Σ” αυτό το pulp fiction, που (ανα)δημοσιεύει ο τύπος, (ανα)παράγει το ραδιόφωνο και (ανα)παριστά η τηλεόραση, σε μια δημοσιότητα αλωμένη από «ατζέντηδες», οι παρεμβάσεις του Χρήστου Βακαλόπουλου έχουν διατηρήσει την αξία τους, έστω κι αν έχουν προ πολλού χάσει το βεληνεκές πυρός της ανεξάρτητης σκέψης και της κριτικής. Ο Βακαλόπουλος, «σκωπτικός, σκεπτικός», δεν ήταν cult, δεν έγινε υπεύθυνος ένθετων ούτε σύμβουλος υπουργείου. Όχι γιατί δεν πρόλαβε, αλλά γιατί αγνόησε το Κακό, που το(ν) συνάντησε όμως, με άλλη, χειρότερη μορφή, και περιφρόνησε τις «διαλεκτικές της εξουσίας», και, κυρίως, εκείνους που τις κατήγγειλαν μέχρι να τις πλαισιώσουν και να τις εφαρμόσουν.

Στα κείμενά του, η διατύπωση «σχημάτισα την εντύπωση» αποκρυσταλλώνει την διαρκή του προσπάθεια να δώσει σχήμα, δηλ. μορφή στην πρώτη αίσθηση. Ο ίδιος γνώριζε πως, πως για κάποιον που διατυπώνει οράματα, δεν υπάρχει αδιέξοδο φόρμας κι ότι αυτό θα υπάρξει όταν θα σταματήσει να υπάρχει ζωή. Το δικό του νήμα κόπηκε απότομα τον Ιανουάριο του 1993. Από το χάος στο χαρτί κι «από το χαρτί στο χάος», ο Χρήστος Βακαλόπουλος διάβηκε σαν τους ήρωες του Βέντερς, στο Πέρασμα του χρόνου (ένα από τα καλλίτερα κινηματογραφικά σχόλια για την ελεγεία του γερμανού σκηνοθέτη πάνω στην ανδρική φιλία, που επιστρέφει με άλλες προϋποθέσεις στον Αμερικανό φίλο, ο βασικός ήρωας του οποίου θα πεθάνει από μία ανάλογη ασθένεια με εκείνη του Χρήστου) με μεταφορικό μέσο τις λέξεις και τα λόγια, ταξιδεύοντας μέσα στο τοπίο, το φιλμικό, το τυπογραφικό και των ερτζιανών, ανάμεσα σε «απολιθωμένα, νεκρά μνημεία ή διαφημίσεις».

Στις μέρες του πολέμου, στις μέρες της ειρήνης, η «τυφλή εικόνα του πολέμου», ένα κείμενο του Χρήστου Βακαλόπουλου από το 1991, για τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, είναι πολύ πιο χρήσιμο, αντι-πολεμικό και κριτικό απ” όλες μαζί τις σοβαροφανείς εκπομπές της κρατικής τε και ιδιωτικής τηλεόρασης. Κι αυτό απαλύνει, κάπως, αυτή την «τόσο μακρινή απουσία», στη ζωή και τη μνήμη.
Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Στην Κεβή του Fifty-Fifty, στον Γιώργο Γκουζούλη