Του Σαββίδη Μανόλη

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ελάχιστες ­ ως ανύπαρκτες ­ είναι οι εξαιρέσεις στον κανόνα που θέλει όλα τα τζάκια να τραβάνε καλά, όλες τις νύφες να είναι όμορφες, κι όλους τους μακαρίτες να φεύγουνε νέοι. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωσε αυτόν τον κανόνα, πεθαίνοντας πολύ νέος ­ τριάντα επτά ετών ­ πριν από πέντε χρόνια.

Ο καθένας μας αντιδρά διαφορετικά μπροστά στον θάνατο ενός γνωστού· άλλος αρκείται να διαγράψει το όνομα του εκλιπόντος από τον τηλεφωνικό του κατάλογο, άλλος στενοχωριέται για τα αστεία που μπορούσε να κάνει μόνον με αυτόν τον άνθρωπο, άλλος αναλίσκεται στη μάταια αναζήτηση του μακαρίτη. Το πένθος, πέρα από το κοινωνικό και τελετουργικό του μέρος, είναι μια καθαρά προσωπική και ιδιωτική υπόθεση χωρίς κανόνες.

Ο θάνατος ενός ανθρώπου ενεργοποιεί τη μνήμη όσων του επιζούν: εκτός από τα θρησκευτικά, υπάρχουν και τα άτυπα μνημόσυνα. Και υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι και αφορμές για να θυμόμαστε τον Βακαλόπουλο ­ όχι μόνον όσοι τον εγνώρισαν προσωπικά, αλλά και όσοι τον εγνώρισαν έμμεσα, μέσα από τα κείμενα, τις εκπομπές ή τις ταινίες του. Η φυσική του ευγένεια και καλοσύνη, η ευρεία ανθρωπιστική του παιδεία, η αγάπη του για τις τέχνες και τους ανθρώπους, η οξυδέρκεια και η διορατικότητά του διαγράφονται καθαρά στα κατάλοιπά του.

Ο Βακαλόπουλος μας κατέλιπε δύο ταινίες μικρού μήκους («Βεράντες» και «Θέατρο») και δύο μεγάλου («Ολγα Ρόμπαρντς» και «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε»), ένα βιβλίο με δοκίμια για τον κινηματογράφο («Δεύτερη Προβολή») και τέσσερα βιβλία πεζογραφίας («Υπόθεση Μπεστ-Σέλλερ», «Οι Πτυχιούχοι», «Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες» και «Η γραμμή του ορίζοντος»). Μας άφησε επίσης και ένα σημαντικότατο έργο υπό μορφή δημοσιευμάτων (άρθρων, δοκιμίων, κριτικών, συνεντεύξεων) στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο («Σύγχρονος Κινηματογράφος», «Αυγή», «Αντί», «Ντέφι», «Ιστός», «Σύναξη», «Γραφή» κ.ά.).

Μια συλλογή από δημοσιεύματα του Βακαλόπουλου, με τίτλο «Από το Χάος στο Χαρτί», κυκλοφόρησε το 1995. Αυτά τα κείμενα πρέπει να διαβάζονται ως ένα έργο εν προόδω (όπως είχε χαρακτηρίσει ο Σεφέρης την ποίηση του Καβάφη, από ένα σημείο κι ύστερα), μιας προόδου την οποία διέκοψε βίαια και τελεσίδικα ο θάνατος. Μέχρι να τη διακόψει όμως, ήταν φανερό ότι η πρόοδος του Βακαλόπουλου ήταν πολύ πιο προχωρημένη από αυτήν των περισσοτέρων συγχρόνων του (και πάντως από όλων των ομηλίκων του), ιδίως όσον αφορούσε στην κοινωνική κριτική. Για παράδειγμα, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1988 ο Βακαλόπουλος έγραφε πως:

«Ο Κοσκωτάς δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος πειρασμός· καταλαβαίνουμε τώρα ότι η επιθυμία του «καλού αφεντικού» ήταν και παραμένει ευρύτερα διαδεδομένη στα ενδιάμεσα εκείνα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που διαδίδουν όπου βρεθούν κι όπου σταθούν ότι είμαστε καθυστερημένοι, υπανάπτυκτοι, ανάξιοι της Ευρώπης και της Δύσης «εις την οποίαν ανήκομεν» […] Αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατάφερε επιτέλους να μετατρέψει τη ζωή του σ” ένα μεγάλο διαφημιστικό. Φαίνεται ότι έβλεπε πράγματι με ορθάνοιχτα μάτια δορυφορική τηλεόραση, πολύ πριν την επιτρέψει στους υπηκόους του. Ισως από κει να έμαθε ότι σήμερα πιο σπουδαίο είναι να φαίνεσαι παρά να είσαι κάτι, να παριστάνεις ότι ζεις ενώ στην πραγματικότητα αργοπεθαίνεις μέσα σε πολυτελείς τάφους […] Πολυτέλεια και φαντασία: να από τι κινδυνεύουμε πραγματικά, από τη διάθεσή μας να χωθούμε, πάση θυσία, σε μια μεγάλη παραίσθηση. Οι κάθε είδους μεταμοντέρνοι μας το κοπανάνε συνεχώς: ζείτε σε μια άθλια χώρα, κινητοποιηθείτε και καταστρέψτε την πραγματική σας ζωή, πουληθείτε στις οργανωμένες φαντασιώσεις για να γλυτώσετε από τον εαυτό σας. Σημαδεύοντας το τέλος της μεταπολίτευσης η υπόθεση Κοσκωτά μάς προσφέρει μια ευκαιρία αυτογνωσίας. Αν συμφιλιωθούμε με αυτό που είμαστε ήδη, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνουμε κάτι. Διαφορετικά θα ξοδεύουμε λεφτά μόνο και μόνο για να φανταζόμαστε ότι υπάρχουμε». («Αντί», τ. 389)

Ή το Πάσχα του 1992, έκανε μια αυτοκριτική με αφορμή την 25η επέτειο της 21ης Απριλίου:

«Μπήκαμε στη δικτατορία μικρά παιδιά που ήξεραν να ερωτεύονται και να ντρέπονται, να ελπίζουν και να χαίρονται, και βγήκαμε από εκεί κάτι κουρασμένα παλληκάρια ασχέτως ηλικίας, υποψιασμένοι για τα πάντα, έτοιμοι να αναλύσουν το παραμικρό, ανίκανοι να ψωνισθούμε με κάτι, στρατιώτες ενός μέλλοντος που ερχόταν με σιγουριά αλλά δεν φάνηκε ποτέ, ενός «μετά» που μας έχει αρπάξει από το λαιμό και δε λέει να μας αφήσει ήσυχους ούτε δευτερόλεπτο. Εφτά ολόκληρα χρόνια μαθαίναμε ο ένας τον άλλο να περιφρονεί τον τόπο του και να θαυμάζει ένα μυθικό τόπο, αποτελούμενο από συγκροτήματα ροκ, φοιτητικές εξεγέρσεις, ξεσπάσματα της κραιπάλης, ελεύθερες σχέσεις, πρίγκηπες της παρακμής, χιλιάδες παιδικές χαρές για μεγάλους. Μάθαμε να περιμένουμε κάτι και ξεμάθαμε να βλέπουμε τι γινόταν γύρω μας. Την ώρα που ο Παττακός εκτελούσε το εθνοσωτήριον έργο του μαζεύοντας γόπες στην οδό Πατησίων και ο Καράγιωργας έχανε το χέρι του ώστε να γίνει αργότερα υπουργός ο Κατσιφάρας, εμείς φανταζόμαστε τη ζωή σαν ένα σόλο του Τζίμι Χέντριξ ή μια ροχάλα του Κον Μπεντίτ». («Ιστός», τ. 5)

Υπάρχουν άλλοι, αρμοδιότεροι, για να αποτιμήσουν τη σημασία της κινηματογραφικής κριτικής του Βακαλόπουλου. Από τη δική μου πλευρά, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι η μουσική του κριτική άλλαξε άρδην τους όρους του παιχνιδιού σε αυτό το είδος: δεν έχει κανείς παρά να ανατρέξει στην υποδειγματική κριτική που έκανε για τον δίσκο «Χαράτσι» (με τίτλο «Ενας ερωτευμένος δίσκος» στο περιοδικό Ντέφι τον Ιανουάριο του 1986), ενός πυκνογραμμένου κειμένου με συνολική άποψη για τη μουσική και τη ζωή, που ξεκινά με απόσπασμα επιστολής του Σολωμού προς τον Τερτσέτη, για να καταλάβει γιατί πρέπει να διακρίνουμε την κριτική της ελληνικής μουσικής σε δύο περιόδους, πριν και μετά τον Βακαλόπουλο.

Το μετά τον Βακαλόπουλο δεν πρέπει να απασχόλησε ιδιαίτερα τον ίδιο. Ο καθένας μας αντιμετωπίζει διαφορετικά τον δικό του θάνατο, και στην περίπτωση του Βακαλόπουλου αυτός ο θάνατος δεν ήταν μια αφηρημένη πιθανότητα, αλλά πολύ συγκεκριμένη βεβαιότητα. Αυτόν τον αγώνα ευψυχίας ο Βακαλόπουλος τον έδωσε με γενναιότητα και τον εκέρδισε, συνεχίζοντας να ζει ωσάν να μη συνέβαινε τίποτε. Οσοι τον γνωρίσαμε είχαμε βρει το κλειδί για να τον καταλάβουμε, και ο ίδιος προέταξε ένα απόσπασμα από τον Ιωάννη της Κλίμακος στο τελευταίο του μυθιστόρημα: «Δεξάμενος φλόγα, τρέχε· ου γαρ γιγνώσκεις πότε σβέννυται και εν σκοτία σε καταλείψει». Δηλαδή και να μην ήταν οι μέρες του μετρημένες, πάλι τα ίδια κείμενα θα διάβαζε, τις ίδιες μουσικές θα άκουγε, τις ίδιες ταινίες θα έβλεπε, τα ίδια κείμενα θα έγραφε, τις ίδιες παρέες και τις ίδιες πλάκες θα έκανε. Απλώς συνέβη πριν από πέντε χρόνια ο Χρήστος να φύγει και να μας αφήσει να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας.

Πηγή: Εφημερίδα «Το Βήμα»

Σαββίδης, Μανόλης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 01/02/1998